- άθλο
- τοτο έπαθλο, το βραβείο: Ήταν περήφανος, γιατί είχε κερδίσει τον πρώτο του άθλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άθλο — το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον) βραβείο, έπαθλο, γέρας νεοελλ. (συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξεις αρχ. 1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή 2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη 3.… … Dictionary of Greek
Современное пятиборье — … Википедия
άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες … Dictionary of Greek
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
δέκαθλο — Σύνθετο αθλητικό αγώνισμα που αποβλέπει στη γενική άσκηση των αθλητικών ικανοτήτων του ατόμου, ανεξάρτητα από κάθε ειδίκευση. Τα δέκα αγωνίσματα του δ. είναι: δρόμος 100 μ., άλμα εις μήκος, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος, δρόμος 400 μ., δρόμος 110 μ … Dictionary of Greek
ιστοθετώ — έω ναυτ. τοποθετώ ιστό ή ιστούς στο πλοίο, κν. αρμπορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + θετῶ (< θέτης), πρβλ. αθλο θετώ, ιστιο θετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
κοσμοθέτης — κοσμοθέτης, ὁ (Α) ο κυβερνήτης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλο θέτης, νομο θέτης] … Dictionary of Greek
κρατηροφόρος — κρατηροφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει κρατήρα, αυτός που κρατά κρατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρ + φόρος (< φέρω), πρβλ. αθλο φόρος, ζωο φόρος] … Dictionary of Greek
κρεοθέτης — κρεοθέτης, ὁ (Α) κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλο θέτης, λογο θέτης] … Dictionary of Greek